πληθυσμογράφος

πληθυσμογράφος
ο мед. плетизмограф

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πληθυσμογράφος" в других словарях:

  • πληθυσμογράφος — ο, Ν ιατρ. συσκευή που καταγράφει τις διακυμάνσεις τού ὁγκου τμήματος τού σώματος οι οποίες προκαλούνται από τις μεταβολές τής αιματώσεώς του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plethysmograph (< πληθυσμός + γράφος*)] …   Dictionary of Greek

  • πληθυσμογράφημα — το, Ν διάγραμμα τών μεταβολών όγκου ή παλμικών κινήσεων που δίνει ο πληθυσμογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληθυσμογράφος μέσω ενός αμάρτυρου *πληθυσμογραφώ] …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»